- Σινχαλέζος
- ο, Νβλ. Σιναλέζος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σιναλέζος — ο, θηλ. Σιναλέζα, και Σινχαλέζος, θηλ. Σινχαλέζα, και Σιγκαλέζος, θηλ. Σιγκαλέζα, Ν συν. στον πληθ. οι Σιναλέζοι η μεγαλύτερη εθνική ομάδα τής Σρι Λάνκα, που αποτελεί το 72% περίπου τού πληθυσμού τής χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν.… … Dictionary of Greek